- κιστοφόρος
- κιστοφόροςcarrying a basketmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιστοφόρος — Ασημένιο νόμισμα πολλών αρχαιοελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στη μία πλευρά του απεικόνιζε τη μυστική διονυσιακή κίστη, απ’ όπου αναπηδούσε ένα φίδι μέσα από ένα στεφάνι φτιαγμένο με κισσό ή δάφνη, και στην άλλη ένα τόξο μέσα στη θήκη του,… … Dictionary of Greek
Cistóforo — acuñado en Apolonia bajo el reinado de Aristónico (133–130 a. C.), Cabinet des Médailles El cistóforo (del griego κιστοφόρος) es una antigua moneda de plata del Reino de Pérgamo, ampliamente extendida y en circulación en Asia Menor en… … Wikipedia Español
ЦИСТОФОР — • Cistophŏrus, κιστοφόρος, монета употреблявшаяся в Азии, с изображением ящика (κίστη), стоившая 4 драхмы (4 римских динария). Изображение на ней относилось к мифу Диониса: из полуоткрытого ящика высовывалась змея. На оборотной… … Реальный словарь классических древностей
θηκοφόρος — α, ο (Α θηκοφόρος, ον) 1. ο κιστοφόρος 2. (για ζώα) αυτός που φέρει θήκη, κέλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + συνδετικό φων. ο + φορος (< φέρω), πρβλ. κανη φόρος τροχο φόρος] … Dictionary of Greek
κίστη — Καλάθι ή κιβώτιο κυλινδρικού σχήματος το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα. Η κ. ήταν κατασκευασμένη είτε από κλαδιά πλεγμένα μεταξύ τους είτε από ξύλο ή μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Χρησίμευε για τη φύλαξη λαχανικών, καρπών και άλλων τροφών … Dictionary of Greek
κισταφόρος — κισταφόρος, ον (Α) κιστοφόρος* … Dictionary of Greek